τριημιποδιον

τριημιποδιον
    τριημιπόδιον
    τρῐ-ημῐπόδιον
    τό полтора фута Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τριημιποδιον" в других словарях:

  • τριημιπόδιον — τὸ, Α βλ. τριημιπόδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + πόδιον (< πούς, ποδός)] …   Dictionary of Greek

  • τριημιποδίου — τριημιπόδιον a foot and a half neut gen sg τριημιπόδιος a foot and a half masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριημιπόδιος — ον, Α 1. αυτός που έχει μήκος ενός και μισού ποδός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριημιπόδιον ένας και μισός πους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριημιπόδιον, κατά τα επίθ. σε ος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»